Μεταφυσικές Αναζητήσεις

      Στα κείμενα αυτά, ο συγγραφέας Δημήτριος Η. Μακρυγιάννης καταθέτει τις επιστημονικές και φιλοσοφικές απόψεις του για τα φυσικά ή μεταφυσικά ερωτήματα και προβλήματα, που αναδύονται σε κάθε σημαντική πρόοδο των επιστημών.

05

Η δημιουργία του ανθρώπου

      Ό­πως εί­ναι γνω­στό, ο άν­θρω­πος δι­α­φέ­ρει α­πό ό­λα τα άλ­λα όν­τα της φύ­σε­ως. Γι’ αυ­τό η εμ­φά­νι­σή του στη Γη α­πο­τε­λεί έ­να σο­βα­ρό πρό­βλη­μα, που δεν εί­ναι μό­νον ε­πι­στη­μο­νι­κό, αλ­λά πρω­τί­στως εί­ναι φι­λο­σο­φι­κό και θε­ο­λο­γι­κό. Ό­ταν το πρό­βλη­μα ε­ξε­τα­στεί συγ­χρό­νως και α­πό τις τρεις αυ­τές πλευ­ρές, τό­τε μπο­ρεί να βρε­θεί μια τεκ­μη­ρι­ω­μέ­νη α­πάν­τη­ση.

      Η Ε­πι­στή­μη α­σχο­λεί­ται μό­νον με την υ­λι­κή ε­ξέ­λι­ξη του αν­θρώ­που, α­πό την πρω­τό­γο­νη ε­πο­χή μέ­χρι σή­με­ρα. Ό­μως ο άν­θρω­πος α­πο­τε­λεί­ται και α­πό τα στοι­χεί­α της ψυ­χής και του πνεύ­μα­τος, τα ο­ποί­α υ­πά­γον­ται στον κλά­δο της Θε­ο­λο­γί­ας. Τέ­λος η Φι­λο­σο­φί­α α­σχο­λεί­ται με τον σκο­πό της ύ­παρ­ξης του αν­θρώ­που στη Γη, δηλ. με το πραγ­μα­τι­κό νό­η­μα της ζω­ής του. Έ­τσι, οι τρεις αυ­τοί κλά­δοι συμ­πλη­ρώ­νουν α­πό την πλευ­ρά τους την ε­ξέ­τα­ση του προ­βλή­μα­τος «άν­θρω­πος» και μπο­ρούν να μας ο­δη­γή­σουν σε α­σφα­λή συμ­πε­ρά­σμα­τα. Ό­ταν η προ­σέγ­γι­σή τους γί­νει με γνώ­μο­να την α­λή­θεια και την κα­θα­ρή λο­γι­κή, τό­τε οι α­πό­ψεις τους θα συν­ταυ­τι­στούν.

      Τα δε­δο­μέ­να της Ε­πι­στή­μης εί­ναι αρ­κε­τά γνω­στά σε ό­λους. Τα δε­δο­μέ­να της Φι­λο­σο­φί­ας εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο συγ­κε­χυ­μέ­να, ε­φό­σον υ­πάρ­χουν πολ­λά φι­λο­σο­φι­κά συ­στή­μα­τα, τα ο­ποί­α αν­τι­τί­θεν­ται το έ­να προς το άλ­λο, δι­ό­τι ως ε­πί το πλεί­στον στε­ρούν­ται κα­θα­ρής λο­γι­κής. Α­πο­μέ­νουν λοι­πόν τα δε­δο­μέ­να της Θε­ο­λο­γί­ας, τα ο­ποί­α εί­ναι κά­πως δυσ­νό­η­τα ή πα­ρερ­μη­νευ­μέ­να. Ε­άν ό­μως ε­ξε­τα­στούν με βά­ση την α­λή­θεια και την κα­θα­ρή λο­γι­κή, τό­τε θα α­πο­κα­λυ­φθούν τα πραγ­μα­τι­κά τους νο­ή­μα­τα.

      Σύμ­φω­να με τις Γρα­φές, λοι­πόν, ο Θε­ός δη­μι­ούρ­γη­σε δύ­ο αν­θρώ­πι­να όν­τα, τον Α­δάμ και την Εύ­α, και τα το­πο­θέ­τη­σε να ερ­γά­ζον­ται στον Πα­ρά­δει­σο. Ε­πει­δή πα­ρέ­βη­σαν κά­ποι­α εν­το­λή του, ε­ξο­ρί­στη­καν α­πό την ευ­δαι­μο­νί­α του Πα­ρα­δεί­σου και κα­τα­δι­κά­στη­καν να διά­γουν ερ­γα­ζό­με­νοι σκλη­ρά για να κερ­δί­σουν τα α­πα­ραί­τη­τα α­γα­θά για τη ζω­ή τους.

      Αυ­τή η Βι­βλι­κή δι­ή­γη­ση εί­ναι μεν δι­α­τυ­πω­μέ­νη με α­πλό­τη­τα, αλ­λά εμ­πε­ρι­έ­χει έ­να ου­σι­α­στι­κό βά­θος. Η α­πλό­τη­τα ή­ταν α­πα­ραί­τη­τα για τους αν­θρώ­πους ε­κεί­νης της ε­πο­χής, οι ο­ποί­οι δεν δι­έ­θε­ταν με­γά­λη πνευ­μα­τι­κή α­νά­πτυ­ξη. Σή­με­ρα ό­μως μπο­ρού­με να ξε­κα­θα­ρί­σου­με τα βα­θύ­τε­ρα νο­ή­μα­τα, πί­σω α­πό την ε­πι­φα­νεια­κή α­πλό­τη­τα.

      Λέ­γον­τας η Γρα­φή, ό­τι ο Θε­ός δη­μι­ούρ­γη­σε τον Α­δάμ και την Εύ­α, ση­μαί­νει ό­τι δη­μι­ούρ­γη­σε τις αν­θρώ­πι­νες ψυ­χές ως ον­τό­τη­τες, με­τά την δη­μι­ουρ­γί­α ό­λων των άλ­λων όν­των. Οι ψυ­χές αυ­τές εί­ναι ά­πει­ρες. Η ου­σί­α τους εί­ναι θε­ϊ­κή, δι­ό­τι α­πο­τε­λούν κύτ­τα­ρα της θεί­ας ου­σί­ας.

      Οι ψυ­χές αυ­τές αρ­χι­κά εί­χαν ε­νια­ία μορ­φή. Στη συ­νέ­χεια ό­μως η κά­θε ψυ­χή δι­α­χω­ρί­στη­κε σε δύ­ο τμή­μα­τα, τα ο­ποί­α προσ­δι­ο­ρί­ζον­ται με τα γράμ­μα­τα Α και Β. Ά­ρα, με­τα­ξύ αυ­τών υ­πάρ­χει αμ­φι­μο­νο­σή­μαν­τη αν­τι­στοι­χί­α, ώ­στε το πλή­θος των ψυ­χών Α να εί­ναι ί­σο με το πλή­θος των ψυ­χών Β. Η αρ­χι­κή ε­νια­ία μορ­φή των αν­θρώ­πι­νων όν­των υ­πάρ­χει και στο φι­λο­σο­φι­κό σύ­στη­μα του Πλά­τω­νος, με το ό­νο­μα «αν­δρό­γυ­νος» (Συμ­πό­σιον 189 Ε).

      Με­τά την δι­αί­ρε­ση των ψυ­χών στα τμή­μα­τα Α και Β, τους δό­θη­κε α­πό τον Θε­ό και το πνεύ­μα, ώ­στε να μπο­ρέ­σουν να ε­ξε­λι­χθούν με τις ί­δι­ες δυ­νά­μεις τους. Η ψυ­χή, ως τέ­λεια κα­θα­ρή ε­νέρ­γεια, δεν μπο­ρού­σε να πα­ρου­σιά­σει ο­ποι­α­δή­πο­τε ε­ξέ­λι­ξη, ε­νώ με το πνεύ­μα τα όν­τα α­πέ­κτη­σαν την λο­γι­κή και την κρί­ση, για να κα­τευ­θύ­νον­ται και να ε­νερ­γούν ε­λεύ­θε­ρα, α­νά­λο­γα με τις προ­σω­πι­κές α­πο­φά­σεις τους. Δη­λα­δή, το πνεύ­μα προ­σέ­δω­σε στις ψυ­χές την α­το­μι­κό­τη­τα.

      Ο Πα­ρά­δει­σος, στον ο­ποί­ο το­πο­θε­τή­θη­καν τα όν­τα αυ­τά, δεν μπο­ρεί να εί­ναι υ­λι­κός, δι­ό­τι η φύ­ση τους ή­ταν ά­υ­λη. Ά­ρα, ο Πα­ρά­δει­σος ή­ταν έ­νας Ου­ρά­νιος χώ­ρος. Ο δε Α­δάμ και η Εύ­α, δεν ή­σαν δύ­ο μό­νον ον­τό­τη­τες. Τα ο­νό­μα­τα αυ­τά ση­μαί­νουν το σύ­νο­λο των ον­το­τή­των Α και Β που δη­μι­ουρ­γή­θη­καν.

      Στον Ου­ρά­νιο Πα­ρά­δει­σο έ­πρε­πε να ερ­γά­ζον­ται συ­νε­χώς, ώ­στε να προ­ο­δεύ­ουν ψυ­χι­κά και πνευ­μα­τι­κά. Οι πε­ρισ­σό­τε­ρες ον­τό­τη­τες ό­μως πα­ρα­με­λού­σαν τα κα­θή­κον­τά τους, με την ι­κα­νο­ποί­η­ση της μα­κα­ρι­ό­τη­τος, ο­πό­τε ε­πι­κρα­τού­σε στα­σι­μό­τη­τα και πνευ­μα­τι­κή α­δρά­νεια. Ε­πα­κο­λού­θη­σε, λοι­πόν, σύμ­φω­να με την Γρα­φή, η ε­ξο­ρί­α των πρω­το­πλά­στων α­πό τον Πα­ρά­δει­σο. Αυ­τό ση­μαί­νει ό­τι α­πό τον Ου­ρα­νό εν­σαρ­κώ­θη­καν μέ­σα σε υ­λι­κά σώ­μα­τα ως ον­τό­τη­τες της Γης, για να δρα­στη­ρι­ο­ποι­η­θεί το πνεύ­μα τους μέ­σα στις αν­τι­θέ­σεις της υ­λι­κής ζω­ής.

      Έ­τσι έ­λα­βε χώ­ρα η εμ­φά­νι­ση των πρώ­των αν­θρώ­πων στην Γη. Θα συ­νε­χί­σου­με στο ε­πό­με­νο κεί­με­νο.

Βιβλιογραφία:

Ο Πνευματισμός και ο Σύγχρονος Άνθρωπος
www.divinelight.org.gr