Μεταφυσικές Αναζητήσεις

      Στα κείμενα αυτά, ο συγγραφέας Δημήτριος Η. Μακρυγιάννης καταθέτει τις επιστημονικές και φιλοσοφικές απόψεις του για τα φυσικά ή μεταφυσικά ερωτήματα και προβλήματα, που αναδύονται σε κάθε σημαντική πρόοδο των επιστημών.

08

Ο Χριστιανισμός και η μετενσάρκωση

      Εί­ναι ευ­ρέ­ως δι­α­δε­δο­μέ­νη η ά­πο­ψη, ό­τι ο Χρι­στι­α­νι­σμός δεν α­πο­δέ­χε­ται την με­τεν­σάρ­κω­ση, ό­πως και την προ­ΰ­παρ­ξη των ψυ­χών. Θα α­πο­δεί­ξου­με ό­μως, ό­τι αυ­τά τα δύ­ο θέ­μα­τα εί­ναι θε­με­λι­ώ­δη δόγ­μα­τα της πραγ­μα­τι­κής Χρι­στι­α­νι­κής δι­δα­σκα­λί­ας, ε­νώ η ε­πι­κρα­τού­σα σή­με­ρα ά­πο­ψη ε­πι­βλή­θη­κε με­τά τον 6ον αι­ώ­να, λό­γω της κα­τα­δί­κης του Ω­ρι­γέ­νη α­πό την Ε΄ Οι­κου­με­νι­κή σύ­νο­δο.

      Σχε­τι­κά με την δη­μι­ουρ­γί­α των ψυ­χών και το πώς ξε­κί­νη­σαν οι εν­σαρ­κώ­σεις, α­να­φερ­θή­κα­με στα προ­η­γού­με­να κεί­με­να. Θα πρέ­πει ό­μως να δι­ευ­κρι­νί­σου­με την ου­σι­α­στι­κή δι­α­φο­ρά της με­τεν­σάρ­κω­σης α­πό την συ­να­φή έν­νοι­α που λέ­γε­ται με­τεμ­ψύ­χω­ση.

      Η με­τεν­σάρ­κω­ση ση­μαί­νει ό­τι οι αν­θρώ­πι­νες ψυ­χές εν­σαρ­κώ­νον­ται μό­νον σε αν­θρώ­πι­να σώ­μα­τα, και μά­λι­στα οι ον­τό­τη­τες Α σε αν­δρι­κά σώ­μα­τα, και οι ον­τό­τη­τες Β σε γυ­ναι­κεί­α σώ­μα­τα.

      Αν­τί­θε­τα η με­τεμ­ψύ­χω­ση ση­μαί­νει ό­τι οι αν­θρώ­πι­νες ψυ­χές μπο­ρούν να εν­σαρ­κώ­νον­ται και σε σώ­μα­τα ζώ­ων, ή α­κό­μη και φυ­τών.

      Στην αρ­χαι­ό­τη­τα οι φι­λό­σο­φοι α­σχο­λή­θη­καν πο­λύ με τις δύ­ο αυ­τές έν­νοι­ες και δι­α­τύ­πω­σαν αν­τί­θε­τες α­πό­ψεις. Ο Σω­κρά­της, ο Ιπ­πο­κρά­της, ο Πυ­θα­γό­ρας και ο Α­ρι­στο­τέ­λης, α­να­γνώ­ρι­σαν την με­τεν­σάρ­κω­ση. Ο Εμ­πε­δο­κλής και ο Πλά­των α­πο­δέ­χθη­καν την με­τεμ­ψύ­χω­ση.

      Σή­με­ρα γνω­ρί­ζου­με ό­τι η σω­στή θε­ω­ρί­α εί­ναι η με­τεν­σάρ­κω­ση. Έ­τσι, το λά­θος του Πλά­τω­να, με το με­γά­λο φι­λο­σο­φι­κό κύ­ρος του, συ­νε­τέ­λε­σε στο να δι­α­δο­θεί ευ­ρύ­τε­ρα η ά­πο­ψη της με­τεμ­ψύ­χω­σης, και μά­λι­στα σε βαθ­μό που να μην γί­νε­ται δι­ά­κρι­ση α­πό την με­τεν­σάρ­κω­ση, του­λά­χι­στον α­πό τους α­πλούς αν­θρώ­πους.

      Ο Ι­η­σούς Χρι­στός στην δι­δα­σκα­λί­α του, δεν ή­ταν δυ­να­τόν να πα­ρα­λεί­ψει αυ­τές τις δύ­ο βα­σι­κές α­λή­θει­ες, δηλ. την προ­ΰ­παρ­ξη των ψυ­χών και την με­τεν­σάρ­κω­ση. Αυ­τά, εί­τε κα­τε­γρά­φη­σαν α­πό τους Μα­θη­τές του στα δι­κά τους κεί­με­να (ευ­αγ­γέ­λια, ε­πι­στο­λές κ.λπ.), εί­τε δι­ε­δί­δον­το με την προ­φο­ρι­κή δι­δα­σκα­λί­α προς τους πι­στούς. Ό­μως τα ση­μεί­α αυ­τά, οι με­τα­γε­νέ­στε­ροι τα α­πέ­κρυ­ψαν ή τα αλ­λοί­ω­σαν, ο­πό­τε πα­ρέ­μει­ναν στην α­φά­νεια.

      Θα α­να­φέ­ρου­με μό­νον έ­να ε­δά­φιο α­πό την Και­νή Δι­α­θή­κη, α­πό την ε­πι­στο­λή Α΄ Πέ­τρου 4, 6. Ε­κεί λέ­γε­ται ό­τι ο Χρι­στός, κα­τά το τρι­ή­με­ρο του θα­νά­του του κα­τέ­βη­κε στον Ά­δη και δί­δα­ξε τους νε­κρούς, «ί­να κρι­θώ­σι κα­τά αν­θρώ­πους σαρ­κί», δηλ. για να ε­πα­νέλ­θουν με σάρ­κα (υ­λι­κό σώ­μα) ως άν­θρω­ποι με­τα­ξύ των αν­θρώ­πων, και να κρι­θούν στην πρά­ξη ε­άν έ­χουν α­φο­μοι­ώ­σει τα ό­σα δι­δά­χτη­καν. Συ­νε­πώς η φρά­ση αυ­τή α­πο­τε­λεί μια σα­φέ­στα­τη δι­α­τύ­πω­ση της με­τεν­σάρ­κω­σης.

      Οι Με­γά­λοι Πα­τέ­ρες της Εκ­κλη­σί­ας γνώ­ρι­ζαν την α­λή­θεια αλ­λά α­πέ­φευ­γαν συ­στη­μα­τι­κά να α­να­φερ­θούν σ’ αυ­τά τα θέ­μα­τα, δι­ό­τι το πνευ­μα­τι­κό ε­πί­πε­δο των πι­στών την ε­πο­χή ε­κεί­νη ή­ταν πο­λύ χα­μη­λό και δεν μπο­ρού­σαν να κα­τα­νο­ή­σουν αυ­τά τα υ­περ­βα­τι­κά θέ­μα­τα. Έ­τσι έ­δω­σαν πρω­ταρ­χι­κή ση­μα­σί­α στα κη­ρύγ­μα­τα και στην η­θι­κή δι­α­παι­δα­γώ­γη­ση των πι­στών, ώ­στε να α­πο­κτή­σουν τις βά­σεις μιας υ­γιούς κοι­νω­νι­κής ζω­ής.

      Μό­νον ο Ω­ρι­γέ­νης έ­χει α­να­πτύ­ξει ε­κτε­νέ­στε­ρα την με­τεν­σάρ­κω­ση, κυ­ρί­ως στο έρ­γο του «Πε­ρί Αρ­χών». Οι με­τέ­πει­τα Με­γά­λοι Πα­τέ­ρες με­λε­τού­σαν συ­νε­χώς τα συγ­γράμ­μα­τά του και τον θαύ­μα­ζαν, χω­ρίς πο­τέ να τον κα­τη­γο­ρή­σουν για αι­ρε­τι­κές δογ­μα­τι­κές α­πό­ψεις. Αυ­τό ση­μαί­νει ό­τι α­πε­δέ­χον­το τό­σο την προ­ΰ­παρ­ξη των ψυ­χών, ό­σο και την με­τεν­σάρ­κω­ση, αλ­λά α­πέ­φευ­γαν να τα δι­α­κη­ρύ­ξουν εμ­φα­νώς, για να μην δη­μι­ουρ­γή­σουν προ­βλή­μα­τα στους πι­στούς,, ε­φό­σον μέ­σα στον χώ­ρο της Εκ­κλη­σί­ας υ­πήρ­χαν και οι φα­να­τι­κοί αν­τί­πα­λοι του Ω­ρι­γέ­νη, οι λε­γό­με­νοι αν­τι-Ω­ρι­γε­νι­στές.

      Στα κεί­με­νά τους δεν έ­χουν α­πορ­ρί­ψει πο­τέ την με­τεν­σάρ­κω­ση. Εν τού­τοις με­ρι­κές φο­ρές α­να­φέ­ρον­ται έμ­με­σα σ’ αυ­τήν. Και ε­δώ θα α­να­φέ­ρου­με έ­να μό­νον χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ε­δά­φιο α­πό την Ο­μι­λί­α εις την Προ­σευ­χήν Δ΄ του Γρη­γο­ρί­ου Νύσ­σης. Ε­κεί λέ­γει ό­τι τα λό­γι­κά όν­τα δι­α­χω­ρί­στη­καν σε δύ­ο μέ­ρη: τα πρώ­τα που πα­ρέ­μει­ναν στην ου­ρά­νια μα­κα­ρι­ό­τη­τα, και τα άλ­λα που η φύ­ση τους εί­ναι «δια σαρ­κός εις γην ε­πι­στρε­φο­μέ­νη». Δη­λα­δή ε­πι­στρέ­φουν συ­νε­χώς στον γή­ι­νο κό­σμο «διά σαρ­κός», ή­τοι με έ­να νέ­ο υ­λι­κό σώ­μα.

      Μέ­σα στα κεί­με­νά τους οι Με­γά­λοι Πα­τέ­ρες α­πορ­ρί­πτουν την με­τεμ­ψύ­χω­ση, χω­ρίς και πά­λι να ε­πε­κτεί­νον­ται. Ό­μως, με­ρι­κοί νε­ώ­τε­ροι με­λε­τη­τές πι­στεύ­ουν ό­τι έ­τσι α­πορ­ρί­πτουν και την με­τεν­σάρ­κω­ση, α­φού ό­πως εί­πα­με δεν γί­νε­ται δι­ά­κρι­ση με­τα­ξύ των δύ­ο εν­νοι­ών.

      Σχε­τι­κά με την κα­τα­δί­κη του Ω­ρι­γέ­νη, θα α­να­φερ­θού­με σε άλ­λο κεί­με­νο.

 

Βιβλιογραφία:

Ο Πνευματισμός και ο Σύγχρονος Άνθρωπος
www.divinelight.org.gr